-
1 Ρωμαικος
-
2 ρωμαϊκός
-
3 Ῥωμαϊκός
Ῥωμαϊκός, ή, όν (Polyb. et al.; Arrian, Peripl. 10, 1 τὰ Ῥωμαϊκὰ γράμματα=the Latin letter; ins, pap, Philo, Joseph.; Just., A I, 26, 2) Roman, Latin Lk 23:38 v.l.—M-M. -
4 Ῥωμαϊκός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ῥωμαϊκός
-
5 Ρωμαϊκός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ρωμαϊκός
-
6 ρωμαϊκός
η, ό[ν] римский;ρωμαϊκό δίκαιο — римское право
-
7 Ῥωμαϊκός
римский, латинский.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ῥωμαϊκός
-
8 ρωμαϊκός
[ромаикос] ас. греческий, новогреческий. -
9 Ῥωμαϊκός
Aδακτυλίδιον BCH29.537
(Delos, ii B.C.): [comp] Sup.- κώτατος AP9.502
(Pall.). Adv. - κῶς in Latin, ibid.; in Roman fashion, Ptol.Euerg.7J., Plu.Aem.13: [comp] Comp., J.BJ2.20.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ῥωμαϊκός
-
10 νόμος
ο1) закон (в разя, знач);φυσικός νόμος — закон природы;
άγραφος νόμος — неписаный закон;
ερμηνεία τού νόμου — толкование закона;
εκτακτος νόμος — чрезвычайный закон;
κώδικας νόμων — свод законов;
νόμοι της κοινωνικής ανάπτυξης — законы общественного развития;
παραβαίνω τον νόμο — нарушать закон;
δημοσιεύω νόμο — обнародовать закон;
ψηφίζω νόμο — принимать закон;
ακυρώνω τον νόμο — отменять закон;
τούτο έχει ισχύ ν νόμου — это имеет силу закона;
σύμφωνα με το νόμο — в силу закона;
κατά νόμον — по закону;
παρά τον νόμον — вопреки закону;
εκτός νόμου — вне закона;
κατά το γράμμα (τό πνεύμα) τού νόμου — согласно букве (духу) закона;
εν ονόματι τού νόμου — именем закона;
νόμοι της κοινωνικής συμπεριφοράς — нормы общественного поведения;
νόμος της έλξεως ( — или βαρύτητος) — закон всемирного тяготения;
θείος νόμος — церковная заповедь;
νόμος της ποταπαγόρευσης — сухой закон;
2) законоположение, законодательство;ποινικός νόμος — уголовное законодательство;
ο Ρωμαϊκός νόμος — римское право;
§
εξ αυτού οι νόμοι και οι προφήται κρέμονται — всё зависит от него;δεν έχει ούτε πίστη οότε νόμο — у него нет ни чести, ни совести
-
11 4513
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4513
См. также в других словарях:
ρωμαϊκός — ή, ό / ρωμαϊκός, ή, όν, ΝΜΑ [Ῥώμη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία Ρώμη ή στους Ρωμαίους (α. «ρωμαϊκή αυτοκρατορία» β. «ρωμαϊκός πολιτισμός») νεοελλ. φρ. «ρωμαϊκό δίκαιο» (νομ.) η νομοθεσία που ίσχυε στη Ρώμη από την ίδρυσή της, στη… … Dictionary of Greek
ρωμαϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία Ρώμη ή στους Ρωμαίους: Το ρωμαϊκό δίκαιο αποτέλεσε τη βάση για το νεότερο δίκαιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φαύνος — Ρωμαϊκός θεός του δάσους (λεγόταν και Σιλουανός από το λατινικό silva = δάσος), προστάτης κυρίως των βοσκών, όμοιος με τον ελληνικό Πάνα. Μια σπουδαία ρωμαϊκή γιορτή, τα Λουπερκάλια, γινόταν προς τιμή του. Ο Φ. εικονίζεται γενειοφόρος, να κρατά… … Dictionary of Greek
φαύνος — Ρωμαϊκός θεός του δάσους (λεγόταν και Σιλουανός από το λατινικό silva = δάσος), προστάτης κυρίως των βοσκών, όμοιος με τον ελληνικό Πάνα. Μια σπουδαία ρωμαϊκή γιορτή, τα Λουπερκάλια, γινόταν προς τιμή του. Ο Φ. εικονίζεται γενειοφόρος, να κρατά… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
καταπέλτης — Αρχαία πολεμική μηχανή, με την οποία εκτόξευαν λίθους και πυρακτωμένες ή εύφλεκτες ύλες σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων. Συνήθως περιλάμβανε ένα είδος μεγάλης κουτάλας, όπου τοποθετούσαν το υλικό που προοριζόταν για εκτόξευση. Η κουτάλα… … Dictionary of Greek